ἐγκυμονούσας

ἐγκυμονούσας
ἐγκυμονούσᾱς , ἐγκυμονέω
become pregnant
pres part act fem acc pl (attic epic doric)
ἐγκυμονούσᾱς , ἐγκυμονέω
become pregnant
pres part act fem gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εγκατάλειψη — (Νομ.). Όρος που χρησιμοποιείται σε πολλούς κλάδους του δικαίου. Στο οικογενειακό δίκαιο, κατά το παρελθόν, η ε. επί διετία της συζυγικής στέγης αποτελούσε λόγο διαζυγίου, ενώ ο Ποινικός Κώδικας τιμωρούσε με φυλάκιση την εγκατάλειψη εγκυμονούσας …   Dictionary of Greek

  • μητροπλακουντικός — ή, ό φρ. «μητροπλακουντική αποπληξία» ιατρ. οξύ σύνδρομο τής εγκυμονούσας μήτρας με πλήρη σχεδόν αποκόλληση τού πλακούντα και με μεγάλη αιμορραγία μέσα στο μυομήτριο, κάτω από το περιμήτριο και κάτω από το περιτόναιο τών εξαρτημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”